μεταλλογνωσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]μεταλλογνωσία < μέταλλο + -γνωσία < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Metallkunde
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεταλλογνωσία θηλυκό
- (νεολογισμός) επιστημονικός κλάδος που εξετάζει τις φυσικές ιδιότητες μετάλλων και κραμάτων, αλλιώς «φυσική μεταλλουργία»
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταλλογνωσία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γνωσία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)