μεταλλοδίφης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταλλοδίφης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεταλλοδίφης αρσενικό

  • πρόκειται για ιδιώτη που με δικά του έξοδα και ρίσκο αναζητά ορυκτά κοιτάσματα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]