μετανάστης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μετανάστης οι μετανάστες
      γενική του μετανάστη των μεταναστών
    αιτιατική τον μετανάστη τους μετανάστες
     κλητική μετανάστη μετανάστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μετανάστης < αρχαία ελληνική μετανάστης < μετά + ναίω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική émigrant / émigrant / immigré[1])

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /me.taˈna.stis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐νά‐στης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μετανάστης αρσενικό (θηλυκό: μετανάστρια)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
  1. εσωτερικός μετανάστης: αυτός που εγκαταλείπει ένα τόπο της χώρας του για να μείνει σε ένα άλλο τόπο στην ίδια χώρα
    μετανάστευσε στο Βόλο
  2. εξωτερικός μετανάστης: αυτός που εγκαταλείπει τη χώρα του για να εγκατασταθεί σε μια ξένη χώρα
    μετανάστευσε στη Γαλλία

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. μετανάστηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)