μεταναστάσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταναστάσιμος < μετα- + αναστάσιμος
Επίθετο
[επεξεργασία]μεταναστάσιμος
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αναστάσιμος, ανάσταση και Ανάσταση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταναστάσιμος
|