μεταξουργός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεταξουργός οι μεταξουργοί
      γενική του μεταξουργού των μεταξουργών
    αιτιατική τον μεταξουργό τους μεταξουργούς
     κλητική μεταξουργέ μεταξουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεταξουργός < μέταξ(α) + -ουργός[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /me.ta.ksuɾˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐ξουρ‐γός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μεταξουργός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]