μεταπωλητής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεταπωλητής οι μεταπωλητές
      γενική του μεταπωλητή των μεταπωλητών
    αιτιατική τον μεταπωλητή τους μεταπωλητές
     κλητική μεταπωλητή μεταπωλητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεταπωλητής < μεταπωλώ + -τής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μεταπωλητής αρσενικό (θηλυκό μεταπωλήτρια)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]