μεταρρυθμίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]μεταρρυθμίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταρρυθμίζω
- θα μεταρρυθμίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταρρυθμίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]μεταρρυθμίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεταρρύθμιση