μεταρρυθμιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταρρυθμιστής < μεταρρυθμίζω + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réformateur)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεταρρυθμιστής αρσενικό, (θηλυκό μεταρρυθμίστρια)
- αυτός που κάνει μεταρρυθμίσεις
- (θρησκεία) ο οπαδός της Μεταρρύθμισης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μεταρρυθμιστικά
- μεταρρυθμιστικός
- → δείτε τις λέξεις μεταρρυθμίζω, μετά, ρυθμίζω και ρυθμός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)