μεταφυσικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταφυσικός < μεταφυσική
Επίθετο
[επεξεργασία]μεταφυσικός
- (φιλοσοφία), (θρησκεία) που ασχολείται με τη μεταφυσική
- (μεταφορικά ή κυριολεκτικά) ο υπερβατικός, που προκαλεί το δέος
- ο πολύ δύσκολος στη σύλληψη, ο δυσκολονόητος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταφυσικός
|