μεταφόρτωσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]μεταφόρτωσης θηλυκό
- γενική ενικού του μεταφόρτωση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- μεταφορτώσεως (λόγιο)
μεταφόρτωσης θηλυκό