μετεξετάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μετεξετάζω < μετ- + εξετάζω

μετεξετάζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]