μετεπιθετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετεπιθετικός < (μετα-) μετ- + επιθετικός
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μετεπιθετικός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία) που παράγεται από επίθετα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετεπιθετικός
|