μετεωρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μετεωρικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική météorique[1] < météore (=μετέωρο) + -ique (=-ικός)
- μετεωρικός < Μετέωρα + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]μετεωρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το μετέωρο ή τον μετεωρίτη ή αναφέρεται σ' αυτά
- (λόγιο) που έχει σχέση με τα Μετέωρα ή αναφέρεται σ' αυτά
- άλλες μορφές: μετεωρίτικος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ μετεωρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας