μετεωροσκοπείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μετεωροσκοπείο < ελληνιστική κοινή μετεωροσκοπεῖον[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μετεωροσκοπείο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μετεωροσκόπος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μετεωροσκοπείο
|
- ↑ μετεωροσκόπιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.