μετοικίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μετοικώ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μετοικίζω < αρχαία ελληνική μετοικίζω < μετά + οἰκίζω < οἶκος

μετοικίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]