μετοχάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μετοχάρης αρσενικό (θηλυκό μετοχάρισσα)
- κάποιος που κατοικεί κι εργάζεται σε μετόχι μονής
- μοναχός που είναι υπεύθυνος για τα μετόχια του μοναστηριού του
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μετόχι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μετοχάρης
|