μετρίασις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μετρίασις < μετριά(ζω) + -σις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μετρίασις θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις μέτριος και μέτρον