μετροταινία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μετροταινία θηλυκό
- οποιοδήποτε είδος ταινίας που φέρει μετρικό σύστημα και χρησιμοποιείται σε μετρήσεις
- → δείτε και τη λέξη μεζούρα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μετροταινία