μεφίτις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεφίτις < (λόγιο δάνειο) νεολατινική Mephitis (ταξινομικού όρου) από το όνομα θεάς < πρωτοϊταλικής αρχής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μεφίτις θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) {ή Μεφίτης (αρσενικό), ή μεφίτιδα) → δείτε το γένος  Mephitis (το γένος των κουναβιών, σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας των Μουστελιδών)
  2. (θηλαστικό ζώο) μεφίτιδα: το αγριοκούναβο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]