μεῖγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μείγμα

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μεῖγμᾰ τὰ μείγμᾰτ
      γενική τοῦ μείγμᾰτος τῶν μειγμᾰ́των
      δοτική τῷ μείγμᾰτ τοῖς μείγμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ μεῖγμᾰ τὰ μείγμᾰτ
     κλητική ! μεῖγμᾰ μείγμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μείγμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  μειγμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεῖγμα < μίγνυμι/μιγνύω και μείγνυμι/μειγνύω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεῖγμα και μῖγμα, μίγμα

  • αυτό που είναι σύνθετο από πολλά, το μείγμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]