μηδενίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]μηδενίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μηδενίζω
- θα μηδενίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μηδενίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]μηδενίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μηδένιση