μηλοπεπονιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μηλοπεπονιά | οι | μηλοπεπονιές |
γενική | της | μηλοπεπονιάς | των | μηλοπεπονιών |
αιτιατική | τη | μηλοπεπονιά | τις | μηλοπεπονιές |
κλητική | μηλοπεπονιά | μηλοπεπονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μηλοπεπονιά θηλυκό, πληθυντικός μηλοπεπονιές
- (φυτό) η πεπονιά που παράγει σφαιρικά πεπόνια τα λεγόμενα μηλοπέπονα, αντί για τα ατρακτοειδή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μηλοπεπονιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μηλο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)