μηνιάτικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μηνιάτικο < μεσαιωνική ελληνική μηνιατικόν < αρχαία ελληνική μήν
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μηνιάτικο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μηνιάτικος
- → δείτε τη λέξη μήνας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μηνιάτικο
|