μηνύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μηνάω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μηνύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μηνύω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /miˈni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μη‐νύ‐ω
τονικό παρώνυμο: μίνιο
παρώνυμο: μηνάω

μηνύω, αόρ.: μήνυσα, παθ.φωνή: μηνύομαι, π.αόρ.: μηνύθηκα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

μηνύω < λείπει η ετυμολογία

μηνύω

  1. αποκαλύπτω
  2. γνωστοποιώ, κάνω κάτι γνωστό σε άλλους, δηλώνω
  3. (νομικός όρος, στην Αθήνα) κάνω καταγγελία εναντίον κάποιου

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)