μητρικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μητρικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μητρικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε μητρικ(ός) (στη σημασία: που σχετίζεται με τη μητέρα) + -ώς.
Επίρρημα
[επεξεργασία]μητρικώς
- (παρωχημένο) μητρικά, με τον τρόπο της μητέρας
Πηγές
[επεξεργασία]- μητρικός1 (μητρικ-ά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)