μηχανικός δίσκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]μηχανικός δίσκος (el)
- (υλικό υπολογιστή) συνώνυμο του σκληρός δίσκος. Ο όρος χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τον οδηγό στερεάς κατάστασης (SSD) ο οποίος δεν περιέχει μηχανικά μέρη