μηχανογραφικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηχανογραφικό τα μηχανογραφικά
      γενική του μηχανογραφικού των μηχανογραφικών
    αιτιατική το μηχανογραφικό τα μηχανογραφικά
     κλητική μηχανογραφικό μηχανογραφικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μηχανογραφικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο μηχανογραφικός < μηχανογραφικό δελτίο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μηχανογραφικό ουδέτερο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

μηχανογραφικό