μηχανοργανώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μηχανοργανώνω < μηχανοργάνωση + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός)

μηχανοργανώνω (παθητική φωνή: μηχανοργανώνομαι)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]