μικροβιομηχανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μικροβιομηχανία < μικρο- + βιομηχανία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μικροβιομηχανία θηλυκό
- η βιομηχανία ενός μικροβιομήχανου με εγκαταστάσεις ιδιαίτερα μικρής έκτασης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μικροβιομηχανία