μικροεπεξεργαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μικροεπεξεργαστής < μικρο- + επεξεργαστής (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική microprocessor
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μικροεπεξεργαστής αρσενικό
- (πληροφορική) ένα εξάρτημα που περιλαμβάνει τις περισσότερες ή όλες τις λειτουργίες της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας ενός υπολογιστή
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μικροεπεξεργαστής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μικρο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)