μικροκατεργαριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροκατεργαριά | οι | μικροκατεργαριές |
γενική | της | μικροκατεργαριάς | των | μικροκατεργαριών |
αιτιατική | τη | μικροκατεργαριά | τις | μικροκατεργαριές |
κλητική | μικροκατεργαριά | μικροκατεργαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μικροκατεργαριά < μικροκατεργάρης + -ιά
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mi.kɾo.ka.teɾ.ɣaˈɾʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κρο‐κα‐τερ‐γα‐ριά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μικροκατεργαριά θηλυκό
- η ενέργεια ή συμπεριφορά του μικροκατεργάρη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μικροκατεργαριά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)