μικροκοινωνιολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μικροκοινωνιολογικός < μικροκοινωνιολογία + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική microsociological)
Επίθετο
[επεξεργασία]μικροκοινωνιολογικός
- (κοινωνιολογία) που έχει σχέση με τη μικροκοινωνιολογία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μικροκοινωνιολογικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κοινωνιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)