μικροναυπηγική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροναυπηγική οι μικροναυπηγικές
      γενική της μικροναυπηγικής των μικροναυπηγικών
    αιτιατική τη μικροναυπηγική τις μικροναυπηγικές
     κλητική μικροναυπηγική μικροναυπηγικές
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μικροναυπηγική < μικροναυπηγ(ός) + -ική

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mi.kɾo.naf.pi.ʝiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐κρο‐ναυ‐πη‐γι‐κή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μικροναυπηγική θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ναυπηγός και αερο-

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]