μικροσύμπαν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μικροσύμπαν ουδέτερο
- (ποιητικά) ο μικρόκοσμος, μικροβιολογία, βιοχημεία, κβαντομηχανική κτλ.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μικροσύμπαν
|