μιούζικ χολ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μιούζικ χολ < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική music hall < αρχαία ελληνική μουσική + πρωτογερμανική *hallō
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μιούζικ χολ ουδέτερο άκλιτο
- κέντρο διασκέδασης όπου παρουσιάζονται μουσικοχορευτικές παραστάσεις, συναυλίες κ.λπ.
- (θέατρο, κινηματογράφος) μουσικοχορευτικό θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος με στοιχεία επιθεώρησης
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μιούζικ χολ
Κατηγορίες:
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Θέατρο (νέα ελληνικά)
- Κινηματογράφος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)