μισθωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μισθωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μισθώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]μισθωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μισθώνω
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- (τηλεπικοινωνίες) μισθωμένο κύκλωμα, μισθωμένη γραμμή