μισοτελειωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μισοτελειωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μισοτελειώνω / μισο- (<μισός) + τελειωμένος
Μετοχή
[επεξεργασία]μισοτελειωμένος, -η, -ο
- ημιτελής
- → δείτε τη λέξη μισοτελειώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μισοτελειωμένος
|