μισότρελος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]μισότρελος, -η, -ο
- σχεδόν τρελός, ημιπαράφρων
- ※ 0 Π. Φυσσούν στο ρόλο του διακεκριμένου γιατρού που ζει μια αδιέξοδη σχέση με τη μισότρελη γυναίκα του (Ελληνικός κινηματογράφος: 1971-2005, Άγγελος Ρουβάς, Ελληνικά Γράμματα, 2005, σελ. 277)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μισότρελος
|