μιτοξανδρόνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μιτοξανδρόνη θηλυκό
- ουσία που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της σκλήρυνσης κατά πλάκας και μερικών μορφών καρκίνου.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μιτοξανδρόνη