μνησικακώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μνησικακώ < αρχαία ελληνική μνησικακέω / μνησικακῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]μνησικακώ
- φέρομαι με μνησικακία ή την αισθάνομαι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις μνησίκακος, μνήμη και κακός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μνησικακώ
|