μνηστή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μνηστή | οι | μνηστές |
γενική | της | μνηστής | των | μνηστών |
αιτιατική | τη | μνηστή | τις | μνηστές |
κλητική | μνηστή | μνηστές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μνηστή < αρχαία ελληνική, θηλυκό του επιθέτου μνηστός: αυτή που την ποθούσε κάποιος και την κέρδισε, η σύζυγος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μνηστή θηλυκό