μοιράδιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μοιράδιον, λέξη του 12ου αιώνα < είτε μοῖρ(α) + -άδιον,[1] είτε ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μοιράδιος (ελληνιστική κοινή) [2]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μοιράδιον ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- → δείτε με το ἰμοιράδιν: ἐκ τὸ ἰμοιράδιν
- → δείτε με το ἰμοιράδι: διὰ ἰμοιράδι μου
- ἔχω μοιράδιν από & → δείτε με το μοιράδι: ἔχω μοιράδι σε
- στήνω καλὸν μοιράδιν
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη μοῖρα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μοιράδιον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ μοιράδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- μοιράδιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- μοιράδιον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].