μοιρολατρικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]μοιρολατρικά < μοιρολατρικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]μοιρολατρικά
- με μορολατρικό τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μοιρολατρικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μοιρολατρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μοιρολατρικό