μολυβήθρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μολυβήθρα θηλυκό
- βαρίδι από μόλυβδο που δένεται στα δίχτυα ή την πετονιά, για να παραμένουν στον πάτο της θάλασσας
- βαρίδι από μόλυβδο που δένουν οι κτίστες στην άκρη ενός νήματος, ώστε να χρησιμοποιείται ως αλφάδι και να τους βοηθάει στο κτίσιμο ίσιων κατασκευών
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Και από άλλο υλικό (πχ ορείχαλκο/brass).
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψαρέματος