μονάχο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μοναχό, Μόναχο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

μονάχο αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του μονάχος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους (μονάχο) του μονάχος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]