μονιμοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονιμοποίηση οι μονιμοποιήσεις
      γενική της μονιμοποίησης* των μονιμοποιήσεων
    αιτιατική τη μονιμοποίηση τις μονιμοποιήσεις
     κλητική μονιμοποίηση μονιμοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μονιμοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μονιμοποίηση < μόνιμ(ος) + -ο- + -ποίηση[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μονιμοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]