μονιμότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μονιμότης αἱ μονιμότητες
      γενική τῆς μονιμότητος τῶν μονιμοτήτων
      δοτική τῇ μονιμότητ ταῖς μονιμότησ(ν)
    αιτιατική τὴν μονιμότητ τὰς μονιμότητᾰς
     κλητική ! μονιμότης μονιμότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μονιμότητε
γεν-δοτ τοῖν  μονιμοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μονιμότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μόνιμο(ς) + -της

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μονιμότης, -ητος θηλυκό