μονογονική αναπαραγωγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μονογονική αναπαραγωγή < → δείτε τις λέξεις μονογονικός και αναπαραγωγή
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]μονογονική αναπαραγωγή θηλυκό
- (βιολογία), (ζωολογία), (βοτανική): χαρακτηριστική διαδικασία πολλαπλασιασμού ορισμένων κατώτερων οργανισμών (ζώων ή φυτών) χωρίς σχηματισμό και ένωση ειδικών κυττάρων φύλου (γαμετών), αλλά από ένα μόνο κύτταρο.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- τα γενετικά απόλυτα όμοια προϊόντα μονογονικής αναπαραγωγής καλούνται κλώνοι.
- η μονογονική αναπαραγωγή εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους όπως με διχοτόμηση, τεμαχισμό, σποροφορία και εκβλαστική διάδοση.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονογονική αναπαραγωγή
|