μονοζωνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mo.no.zo.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐ζω‐νι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]μονοζωνικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, τεχνολογία) που αφορά μία ζώνη
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονοζωνικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με πρόθημα μονο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)