μονοθέσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]μονοθέσιος, μονοθέσια, μονοθέσιο
- (για όχημα) που έχει μόνον μία θέση (του οδηγού) ή οτιδήποτε διαθέτει μόνον ένα κάθισμα
- ↪ μονοθέσιο αεροσκάφος
- ↪ μονοθέσιο αυτοκίνητο
- ↪ μονοθέσια καμπίνα
- (για δημοτικό σχολείο) που έχει μια θέση δασκάλου με οργανικότητα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] για όχημα